- εντερόνεια
- η (Α ἐντερόνεια)1. η εντεριώνη2. η εσωτερική επένδυση τού πλοίου, τα μαδέρια ή τα χαλύβδινα ελάσματα που είναι προσηλωμένα καθέτως προς τους νομείς από την εσωτερική πλευρά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐντερόνεια — timber for the ribs fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντερόνειαν — ἐντερόνεια timber for the ribs fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτόναιο — Ορογόνος μεμβράνη, που καλύπτει την κοιλιακή κοιλότητα και μεγάλο μέρος των περιεχομένων σ’ αυτήν οργάνων επειδή αποτελείται από ένα μοναδικό φύλλο, όταν αναδιπλώνεται από τα τοιχώματα της κοιλιακής κοιλότητας προς τα διάφορα όργανα κι όταν περνά … Dictionary of Greek
φόδρο — το, Ν ναυτ. η εσωτερική επένδυση τού πλοίου, η εντερόνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. σχετίζεται με τη λ. φόδρα] … Dictionary of Greek